- καταπονοῦνται
- καταπονέωsubduepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)καταπονέωsubduepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… … Dictionary of Greek
ατμοσίφωνας — Όργανο που χρησιμεύει για να τροφοδοτεί τους ατμολέβητες και για την προθέρμανσή τους όταν αυτοί έχουν μεγάλες διαστάσεις. Αποτελείται από έναν θάλαμο, δύο βραχίονες, έναν για την είσοδο νερού και έναν που έχει προσαρμοσμένο πάνω του ατμοσωλήνα,… … Dictionary of Greek